βαριά

βαριά
επίρρ.
1. με βάρος: Περπατάς βαριά και τραντάζεται το πάτωμα.
2. ισχυρά, με δύναμη: Κάθισε βαριά στην πολυθρόνα.
3. σοβαρά: Είναι βαριά άρρωστος.
4. βαθιά: Κοιμήθηκα βαριά και δεν άκουσα τίποτε.
5. ενοχλητικά, αποκρουστικά: Το δωμάτιο είχε μια βαριά μυρωδιά.
————————
η
μεγάλο σφυρί, εργαλείο του σιδερά: Οι σιδεράδες χτυπούσαν με τη βαριά τα πυρωμένα σίδερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαρία — βαρίᾱ , βαρίη fem nom/voc/acc dual βαρίᾱ , βαρίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαριά — (I) η (θηλ. του επίθ. βαρύς) βλ. βαρύς. (II) η (Μ βαρέα) βαρύ, μεγάλο σιδερένιο σφυρί. [ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. βαριά < μσν. βαρέα < αρχ. βαρεία, θηλ. του επίθ. βαρύς]. (III) επίρρ. βλ. βαρύς …   Dictionary of Greek

  • καχεξία — Βαριά εξασθένηση του οργανισμού που ακολουθεί τον υποσιτισμό, την ασιτία ή χρόνια νοσήματα. Χαρακτηριστικά αυτής της παθολογικής κατάστασης είναι η έντονη απίσχνανση, η άμβλυνση των ψυχικών λειτουργιών και η ατροφία όλων των οργάνων και των ιστών …   Dictionary of Greek

  • χολέρα — Βαριά, λοιμώδης, επιδημική γαστρεντερίτιδα που οφείλεται στο δονάκιο της χ. ή στο είδος δονάκιο El Tor. Εκδηλώνεται με εμέτους, επώδυνες συσπάσεις των μυών και πολλές χαρακτηριστικές υδαρείς, ορυζοειδείς κενώσεις, που οδηγούν σε έντονη αφυδάτωση …   Dictionary of Greek

  • δάγγειος — Βαριά νόσος ενδημικής μορφής που οφείλεται σε διηθητό ιό, ο οποίος προσβάλλει κυρίως τα ζώα και μεταδίδεται στον άνθρωπο με ένα κουνούπι που ονομάζεται επιστημονικά στεγόμυια η ταινιωτή.Τα συμπτώματα του δ. είναι υψηλός πυρετός, έντονος πόνος στο …   Dictionary of Greek

  • μαρασμός — Βαριά μορφή υποσιτισμού. Παρουσιάζεται κυρίως σε περιπτώσεις λιμού. * * * ο (AM μαρασμός, Μ και μαραμός) [μαραίνω] 1. βαθμιαία εξασθένηση τών σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων από γηρατειά 2. (σχετικά με φυτό) η απώλεια τής θαλερότητας …   Dictionary of Greek

  • μυελοκήλη — Βαριά μορφή δισχιδούς ράχης κατά την οποία μέρος του νωτιαίου μυελού προεξέχει κάτω από το δέρμα της πλάτης. * * * η ιατρ. ποικιλία δισχιδούς ράχεως που χαρακτηρίζεται από προβολή τού νωτιαίου μυελού έξω από τον σπονδυλικό σωλήνα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • βαρύς — ιά, ύ και βαριός, ιά, ό (AM βαρύς, εῑα, ύ) Ι. 1. αυτός που έχει βάρος 2. δυνατός, ισχυρός («βαρύ χέρι», «χεῑρα βαρεῑαν») 3. δυσβάστακτος, επαχθής («βαρύ χρέος», «βαρεῑα ξυμφορά») 4. (για οσμή) δυνατός, δυσάρεστος («βαριά μυρωδιά», «οδμήν βαρέαν») …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”